κατατρίβω

κατατρίβω
(Α κατατρίβω)
(επιτ. τ. τού τρίβω)
1. τρίβω κάτι εντελώς, αφανίζω με τη συχνή τριβή, φθείρω, καταστρέφω, κονιορτοποιώ
2. (για πρόσ.) κουράζω κάποιον πάρα πολύ, καταπονώ, προξενώ κόπωση, εξαντλώ
3. μέσ. κατατρίβομαι
δαπανώ ή φθείρω τις δυνάμεις μου χωρίς ωφέλιμο αποτέλεσμα («κατατρίβεται σε ζητήματα ανάξια προσοχής»
αρχ.
1. (για ρούχα) καταστρέφω με τη συχνή χρήση
2. πιέζω, ωθώ προς τα κάτω
3. (σχετικά με νήμα) στρίβω
4. διέρχομαι τον χρόνο μου, διατρίβω, περνώ τη ζωή μου τον καιρό μου
5. (για περιουσία) δαπανώ, σπαταλώ.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • κατατρίβω — κατέτριψα και κατάτριψα, κατατρίφτηκα, κατατριμμένος 1. μεταβάλλω κάτι σε σκόνη με την τριβή: Κατάτριψε τον καφέ. 2. καταπονώ, εξαντλώ: Κατέτριψε τον εχθρό με μικροσυμπλοκές. 3. το μέσ., κατατρίβομαι δαπανώ άσκοπα χρόνο ή δυνάμεις: Κατατρίβεται… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κατατριβέντα — κατατρίβω rub down aor part pass neut nom/voc/acc pl κατατρίβω rub down aor part pass masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατατριβέντων — κατατρίβω rub down aor part pass masc/neut gen pl κατατρίβω rub down aor imperat pass 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατετρίβην — κατατρίβω rub down aor ind pass 3rd pl (epic doric aeolic) κατατρίβω rub down aor ind pass 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατέτριβεν — κατατρίβω rub down aor ind pass 3rd pl (epic) κατέτρῑβεν , κατατρίβω rub down imperf ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατατετρῖφθαι — κατατρίβω rub down perf inf mp …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατατριβεῖσαν — κατατρίβω rub down aor part pass fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατατριβείη — κατατρίβω rub down aor opt pass 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατατριβῆναι — κατατρίβω rub down aor inf pass …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατατριβῇ — κατατρίβω rub down aor subj pass 3rd sg κατατριβή wasting fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”