- κατατρίβω
- (Α κατατρίβω)(επιτ. τ. τού τρίβω)1. τρίβω κάτι εντελώς, αφανίζω με τη συχνή τριβή, φθείρω, καταστρέφω, κονιορτοποιώ2. (για πρόσ.) κουράζω κάποιον πάρα πολύ, καταπονώ, προξενώ κόπωση, εξαντλώ3. μέσ. κατατρίβομαιδαπανώ ή φθείρω τις δυνάμεις μου χωρίς ωφέλιμο αποτέλεσμα («κατατρίβεται σε ζητήματα ανάξια προσοχής»αρχ.1. (για ρούχα) καταστρέφω με τη συχνή χρήση2. πιέζω, ωθώ προς τα κάτω3. (σχετικά με νήμα) στρίβω4. διέρχομαι τον χρόνο μου, διατρίβω, περνώ τη ζωή μου τον καιρό μου5. (για περιουσία) δαπανώ, σπαταλώ.
Dictionary of Greek. 2013.